- εισποιούμαι
- (ε) μετ. усыновлять; удочерять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εἰσποιοῦμαι — εἰσποιέω give in adoption pres ind mp 1st sg (attic epic doric) εἰσποιέω give in adoption pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)